- διπλασιάζομαι
- διπλασιάζομαι, διπλασιάστηκα, διπλασιασμένος βλ. πίν. 36
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αναδιπλώνω — (Α ἀναδιπλῶ, όω) 1. διπλώνω, τυλίγω, συμπτύσσω 2. παθ. α) γίνομαι διπλός, διπλασιάζομαι β) συμπτύσσομαι, συσπειρώνομαι, συμμαζεύομαι αρχ. (στη Γραμμ.) αναδιπλασιάζω, εφαρμόζω αναδιπλασιασμό*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα + διπλῶ, ώνω. ΠΑΡ. αναδίπλωση ( ις)] … Dictionary of Greek
ανακεφαλώνω — 1. ορθώνω, υψώνω το κεφάλι 2. αναλαμβάνω οικονομικά, γίνομαι κάτοχος περιουσίας 3. αναλαμβάνω σωματικά, αναρρώνω, συνέρχομαι 4. (για χρέος, τού οποίου οι τόκοι εξισώνονται με το κεφάλαιο) διπλασιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κεφαλώνω] … Dictionary of Greek
διπλασιούμαι — διπλασιοῡμαι ( όομαι) (Α) [διπλάσιος] διπλασιάζομαι* … Dictionary of Greek
διπλιάζω — [διπλός] 1. διπλασιάζω 2. διπλασιάζομαι, γίνομαι διπλάσιος, διπλός 3. κάνω ζάρες, τσακίσεις 4. διπλώνομαι, ζαρώνω … Dictionary of Greek